- επουσία
- ἐπουσία, ἡ (Α)το περίσσευμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπουσία — ἐπουσίᾱ , ἐπουσία surplus fem nom/voc/acc dual ἐπουσίᾱ , ἐπουσία surplus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουσίᾳ — ἐπουσίᾱͅ , ἐπουσία surplus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουσίας — ἐπουσίᾱς , ἐπουσία surplus fem acc pl ἐπουσίᾱς , ἐπουσία surplus fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουσίαι — ἐπουσίᾱͅ , ἐπουσία surplus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουσίαν — ἐπουσίᾱν , ἐπουσία surplus fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουσίαις — ἐπουσία surplus fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)